κομπωτής

κομπωτής
ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω]
απατεώνας, πλανευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομπωτής — ο απατεώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεδεώνος, δήμος — Δήμος (5.050 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Κατούνας, καθώς και τις κοινότητες Αετού, Κομπωτής, Κονοπίνας και Τρύφου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”